- ὑπερφέγγειαν
- ὑπερφέγγειαexcessive shiningfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφέγγεια — ἡ, Α άπλετο φως, δυνατή λάμψη («τὴν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων ὑπερφέγγειαν», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φέγγεια (< φεγγής < φέγγος), πρβλ. περι φέγγεια] … Dictionary of Greek